φαντασιοκόπος — conceiving vain fancies masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιοκόπος — ο / φαντασιοκόπος, ον, ΝΜΑ αυτός που πλάθει με την φαντασία του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, φαντασιόπληκτος αρχ. 1. απατεώνας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαντασιοκόπον ταχυδακτυλουργία.… … Dictionary of Greek
φαντασιοκόπους — φαντασιοκόπος conceiving vain fancies masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιοκοπώ — φαντασιοκοπῶ, έω, ΝΜΑ [φαντασιοκόπος] πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος αρχ. 1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες 2. κάνω ταχυδακτυλουργίες … Dictionary of Greek
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
αεροβατικός — ή, ό (Α ἀεροβατικός, ή, όν) [ἀεροβάτης] (νεολλ.) 1. αυτός που αναφέρεται στον αεροβάτη 2. (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να αεροβατεί, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος αρχ. (για πτηνά) που διασχίζει τον αέρα … Dictionary of Greek
αιθεροβάμων — ( ονος), ο, η (Μ αἰθεροβάμων) 1. αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, ουρανοδρόμος 2. αυτός που ζει εκτός πραγματικότητας, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ + βάμων < βαίνω] … Dictionary of Greek
ονειρολόγος — ο 1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία ονείρων 2. ειδικός επιστήμονας ο οποίος ασχολείται με την έρευνα τής φύσης και τής προέλευσης τών ονείρων 3. φαντασιοκόπος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + λόγος*] … Dictionary of Greek
ονειροπόλος — α, ο (Α ὀνειροπόλος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος αρχ. 1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών… … Dictionary of Greek